- στροφείο
- το / στροφεῑον, ΝΑ(στο αρχ. θέατρο) μηχανισμός με τον οποίο πραγματοποιούνταν η εμφάνιση τών υποκριτών σε διαφορετική θέση αλλά και η εξαφάνισή τους, ή, κατά τον Πολυδεύκη, χρησιμοποιούνταν για την εμφάνιση ηρώων, ζώντων ή νεκρών, στον αιθέρα ή στη θάλασσανεοελλ.1. εργαλείο τών κατασκευαστών σχοινιών με το οποίο στρέφονται τα κλώσματα σχοινιού, η σβίγα2. εργαλείο με το οποίο τίθεται κάτι σε περιστροφική κίνηση, μανιβέλα3. (αερον.) σύστημα που αποτελείται από την πλήμνη και τις στρεφόμενες επιφάνειες και με το οποίο εξασφαλίζεται η μετεώριση τών στροφοπτέρων, λ.χ. τών ελικοπτέρων4. (ηλεκτρολ.) το στρεφόμενο μέρος ηλεκτρικής μηχανής ή συσκευής, όπως είναι λ.χ. ο στρεφόμενος οπλισμός τών ηλεκτροκινητήρων ή τών γεννητριών ή οι στρεφόμενες πλάκες ενός μεταβλητού πυκνωτή, αλλ. δρομέας ή ρότοραςαρχ.1. συνεστραμμένος βρόχος, στριμμένο σχοινί, θηλειά2. ξύλινος κύλινδρος με μοχλό πάνω στον οποίο τυλίγονταν καλώδιο, μποζαργάτης3. τιμητικό σήμα γυμνασιάρχου4. μεντεσές πόρτας, στροφέας5. στον πληθ. τὰ στροφεῑαπιθ. φόρος που καταβάλλονταν στα λιμάνια από τους ιδιοκτήτες τών πλοίων για τη χρήση τού βαρούλκου.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφος ή στροφή + κατάλ. -εῖον (πρβλ. δοχ-είον)].
Dictionary of Greek. 2013.